-
1 γανάεντες
-
2 γανάεντες
γανάεντες (wie von γανάεις = γανάοντες), ϑεούς, feiernd, Aesch. Suppl. 997.
-
3 γαναεις
(γανάεντες θεούς Aesch. - v. l. γανάοντες)
1 γανάεντες
2 γανάεντες
γανάεντες (wie von γανάεις = γανάοντες), ϑεούς, feiernd, Aesch. Suppl. 997.
3 γαναεις
(γανάεντες θεούς Aesch. - v. l. γανάοντες)